- καταχλοάζω
- κατα-χλοάζω, grünen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχλοάζω — (Μ) 1. πρασινίζω, θάλλω 2. παθ. καταχλοάζομαι καλύπτομαι από πράσινη χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλοάζω «πρασινίζω» (< χλόη)] … Dictionary of Greek